- σκεπαστικός
- -ή, -ό / σκεπαστικός, -ή, -όν, ΝΑ [σκεπάζω]κατάλληλος για σκέπασμα, για κάλυψη, καλυπτήριος («οὐδὲ... τούτοις εὐφυὲς τὸ δέρμα πρὸς χωριστὸν ἔχειν τὸ σκεπαστικὸν μόριον», Αριστοτ.)νεοελλ.φρ. «σκεπαστική αλοιφή [ἡ ουσία]»(φαρμ.) αλοιφή ή σκόνη που χρησιμοποιείται για επικάλυψη τραύματος και προφύλαξή του από την επαφή του με τον αέρααρχ.μτφ. αυτός που προστατεύει και υπερασπίζει κάποιον.επίρρ...σκεπαστικῶς Ακατά τρόπο σκεπαστικό.
Dictionary of Greek. 2013.