σκεπαστικός

σκεπαστικός
-ή, -ό / σκεπαστικός, -ή, -όν, ΝΑ [σκεπάζω]
κατάλληλος για σκέπασμα, για κάλυψη, καλυπτήριος («οὐδὲ... τούτοις εὐφυὲς τὸ δέρμα πρὸς χωριστὸν ἔχειν τὸ σκεπαστικὸν μόριον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «σκεπαστική αλοιφή [ἡ ουσία]»
(φαρμ.) αλοιφή ή σκόνη που χρησιμοποιείται για επικάλυψη τραύματος και προφύλαξή του από την επαφή του με τον αέρα
αρχ.
μτφ. αυτός που προστατεύει και υπερασπίζει κάποιον.
επίρρ...
σκεπαστικῶς Α
κατά τρόπο σκεπαστικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκεπαστικά — σκεπαστικός sheltering neut nom/voc/acc pl σκεπαστικά̱ , σκεπαστικός sheltering fem nom/voc/acc dual σκεπαστικά̱ , σκεπαστικός sheltering fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικῶν — σκεπαστικός sheltering fem gen pl σκεπαστικός sheltering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικόν — σκεπαστικός sheltering masc acc sg σκεπαστικός sheltering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικαί — σκεπαστικός sheltering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικῇ — σκεπαστικός sheltering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστική — σκεπαστικός sheltering fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικήν — σκεπαστικός sheltering fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικῶς — σκεπαστικός sheltering adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”